«Γιατί τα πράγματα πρέπει να είναι πάντα τόσο πολιτικά;». To ερώτημα, προερχόμενο από μέλος του κουαρτέτου τον περασμένο Μάρτιο, όταν ακόμη δεν φαινόταν κανένα φως στο τούνελ της δεύτερης αξιολόγησης, αν και συμπυκνώνει το απόσταγμα 2,5 χρόνων διαπραγματευτικής εμπειρίας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, είναι μάλλον ρητορικό. H τρόικα, ή μάλλον το κουαρτέτο, γνώριζε εξαρχής ότι διαπραγματεύεται με μια κυβέρνηση που ούτε έχει ούτε διεκδικεί την «ιδιοκτησία» του προγράμματος.
Για τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, που παίζει τον ρόλο του «κακού μπάτσου» στο ελληνικό πρόγραμμα, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κάθε διαπραγμάτευση μοιάζει με σύγκρουση δύο κόσμων. Kάθε φορά που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «κάνει αντίσταση» με ιδεολογικά κηρύγματα του τύπου «εσείς θέλετε να μας κάνετε σκλάβους!», (φράση που είχε εκστομίσει σε μία από τις ατέρμονες συζητήσεις στο «Χίλτον» προ μηνών με αφορμή τη συζήτηση για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές), οι άνθρωποι του Ταμείου διερωτώνται ξανά ποιο είναι ακριβώς το νόημα παραμονής τους εδώ.
Το παράδοξο
Και να φανταστεί κανείς ότι το ΔΝΤ δεν συμμετείχε ποτέ με χρηματοδότηση σε πρόγραμμα επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Οι ιδεολογικές μάχες χαρακωμάτων που δίνει συχνά η κυβέρνηση στο «Χίλτον», δεν πείθουν κανέναν. Η ιδεολογία είναι μόνο το πρόσχημα, η επιφάνεια, για αρκετούς στους κύκλους των θεσμών. Είναι αυτή που αύξησε τον λογαριασμό των μέτρων, καθώς, όπως παραδεχόταν αρμόδια πηγή, «αν η αξιολόγηση είχε κλείσει π.χ. τον Δεκέμβριο, δεν θα είχαν ζητηθεί όλα αυτά τα μέτρα».
Είναι μέρος αυτού που εννοούσε ο Πόουλ Τόμσεν όταν είχε δηλώσει ότι η χώρα είναι «μη μεταρρυθμίσιμη», για να καταλήξει ότι το ΔΝΤ δεν έχει λόγο να διακινδυνεύσει κι άλλο το κύρος του που υπέστη σοβαρό πλήγμα με τις εκτιμήσεις για το πρόγραμμα.
Αυτό παρότι η κυβέρνηση κατά βούληση και κατά συμφέρον αλλάζει συνεχώς τη στάση της απέναντι στο Ταμείο. Στην αρχή έλεγε το δικό της «απεταξάμην», μόνο και μόνο για να κάνει ακόμη μια θεαματική στροφή και να εύχεται την παραμονή του για να διασφαλίσει ανταλλάγματα για το χρέος.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, τον οποίο αρμόδια πηγή χαρακτήριζε «ενίοτε πολύ συναισθηματικό» και «ευμετάβλητο», παρότι του αναγνωρίζεται ότι συχνά είναι «πιο ισορροπημένος και ευφυέστερος από άλλους υπουργούς», δεν είναι παρά η ενσάρκωση της κυβερνητικής αμφιθυμίας στη σχέση με το ΔΝΤ.
Αρμόδια πηγή θυμάται ακόμη την πρώτη συνάντηση με τους εκπροσώπους του κουαρτέτου για τη δεύτερη αξιολόγηση. Τότε που ο Τσακαλώτος τους ανακοίνωσε περίπου ότι «δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε» και τους έδιωξε. Οπως έλεγε η ίδια πηγή, «στη συνέχεια άρχισαν να διαπραγματεύονται γιατί απελπίστηκαν και ζητούσαν συνάντηση, αφού είχαν χαραμίσει την πρώτη συνάντηση».
«Παραβιάζετε τη δημοκρατία»
Δεν ήταν το πρώτο ούτε το μόνο περιστατικό στη σάγκα των δύσκολων σχέσεων κυβέρνησης - ΔΝΤ. «Δεν θέλω να συνομιλώ με οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγου»... Η αιχμή του Έλληνα υπουργού Οικονομικών προς τη διάσημη Σχολή (του Πανεπιστημίου του Σικάγου) του Μίλτον Φρίντμαν που αποθέωσε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την ανοικτή αγορά σε μία από τις συζητήσεις με το κουαρτέτο στα μέσα Μαρτίου (2016) δεν ήταν ακριβώς θεωρητική.
Ήταν προσωπική και απευθυνόταν ως «καρφί» σε υψηλόβαθμο στέλεχος της αποστολής του ΔΝΤ στην Αθήνα που είχε σπουδάσει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ήταν ένα από τα πολλά, μη δημοσιοποιήσιμα επεισόδια στη σχέση της κυβέρνησης με το ΔΝΤ. Η αποστροφή του λόγου του Τσακαλώτου περί Σχολής του Σικάγου απλώς επιβεβαίωσε στα μάτια των εκπροσώπων των δανειστών ότι μια διαρροή που έγινε λίγα 24ωρα αργότερα και μοιράστηκε στους οικονομικούς συντάκτες γράφτηκε από τον ίδιο. Αυτά στα τέλη του περασμένου Μαρτίου, λίγο πριν βγει στον αέρα η διαρροή των WikiLeaks που έπεισε τους δανειστές ότι όλα προήλθαν από δάκτυλο της κυβέρνησης.
Την ίδια ώρα που κυβερνητικοί κύκλοι εξέφραζαν την αισιοδοξία τους για τη διαπραγμάτευση, κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών (στις 18 Μαρτίου), σχολίαζαν τις απαιτήσεις του ΔΝΤ ως εξής: «Υποστηρίζουν ότι αν το αφορολόγητο μειωθεί πολύ για όλους, ακόμη και για όσους έχουν εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ, τότε βοηθάμε τους φτωχούς, όχι τους πλούσιους. Με αυτή την πρωτότυπη (;) άποψη για την οποία Ανταμ Σμιθ, Τζον Μέιναρντ Κέινς, Μίλτον Φρίντμαν και άλλοι αντίστοιχοι οικονομολόγοι θα είχαν υπαρξιακό πρόβλημα... είναι φανερό ότι ο... παραδοσιακός υποστηρικτής των φτωχών του πλανήτη, το Ταμείο δηλαδή, μάλλον δεν διαπραγματεύεται με ανάλογη σοβαρότητα!»...
Κάθε φορά που οι γραμμές άμυνας υποχωρούσαν, το κάστρο έπεφτε. Για την ιστορία, πηγή με γνώση των τότε διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους θεσμούς ακόμα θυμάται τους υψηλούς τόνους που υιοθέτησε ο υπουργός Οικονομικών, όταν κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης βρισκόταν, μεταξύ άλλων, η έκπτωση φόρου: «Φώναζε και έλεγε ότι δεν θα έπεφτε κάτω από τα 2.000 ευρώ και επέμενε ότι θα παραιτηθεί. Μια εβδομάδα αργότερα ήρθε ο Χουλιαράκης και ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση δεχόταν συμβιβασμό σε πολύ χαμηλότερο ποσό», σημειώνει και προσθέτει:
«Κάθε φορά ο Τσακαλώτος έλεγε ότι έφτασε την απόλυτη “κόκκινη” γραμμή του και μετά συμβιβαζόταν. Προηγουμένως μας κατηγορούσε ότι παραβιάζουμε τη δημοκρατία!». Και συχνά έδινε μαθήματα στους «τροϊκανούς», όπως όταν απευθύνθηκε στον εκπρόσωπο της ΕΚΤ στο κουαρτέτο λέγοντάς του: «Αν ήσουν μαθητής μου, θα σου έβαζα C ή D».
«Τα ίδια και οι άλλοι...»
Είχε προηγηθεί τον Φεβρουάριο του 2016 η δυσφορία με την κυβέρνηση για την τροπολογία που αφορούσε τη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η οποία είχε προκαλέσει την αντίδραση της Κομισιόν. Οι φωτογραφικές διατάξεις είχαν προκαλέσει ενόχληση και ανησυχία για την ανεξαρτησία του θεσμού. Ο Ντέκλαν Κοστέλο μάλιστα είχε θέσει το ζήτημα στις συζητήσεις με το οικονομικό επιτελείο.
Η αντίδραση από τα χείλη του κ. Τσακαλώτου, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ήταν περίπου ότι δεν συνέβαινε και τίποτα σοβαρό, αφού, όπως είπε στους εκπροσώπους του κουαρτέτου, και οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ διόριζαν δικούς τους ανθρώπους στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το επιχείρημα δεν έπεισε τους εκπροσώπους του κουαρτέτου...
Ήδη, από τον Νοέμβριο του 2015 πηγές με γνώση των συζητήσεων της κυβέρνησης με τους θεσμούς έλεγαν ότι με εξαίρεση τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Γιώργο Χουλιαράκη, όλοι οι άλλοι υπουργοί της κυβέρνησης που εμφανίζονταν ενώπιον του κουαρτέτου ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Για την ακρίβεια, δεν προσέρχονταν στις συζητήσεις με πρόθεση να κλείσουν τα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης, αλλά με δική τους ατζέντα.
Μάλιστα, ήδη πριν από το τέλος του 2015 στελέχη του Ταμείου εκτιμούσαν ότι μόλις ολοκληρωνόταν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η κυβέρνηση θα έχανε το οποιοδήποτε κίνητρο για να προχωρήσει στα πιο δύσκολα και η αξιολόγηση θα «σερνόταν». Δηλαδή κάτι σαν μεταρρυθμιστική κόπωση πριν καν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, εξέλιξη που είχε επαναληφθεί και επί προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό παρότι αν και... μετά θάνατον, στελέχη του Ταμείου δικαιώνουν σήμερα την κυβέρνηση Σαμαρά, ομολογώντας ότι είχε επαγγελματισμό και, πάντως, λιγότερο «δράμα». Κι ας μην έκλεισε ποτέ η καταραμένη πέμπτη αξιολόγηση, κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως λέει αρμόδια πηγή, «προσπαθούσαν να μας πείσουν να κάνουμε παραχωρήσεις για να κλείσει η αξιολόγηση επειδή ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ».
Ο «κόφτης»
Όπως και έγινε. Για μια κυβέρνηση που στο Ταμείο επιμένουν ότι ούτε είχε ούτε προτίθεται να αποκτήσει την «ιδιοκτησία» του προγράμματος, η συμμετοχή στο πρόγραμμα καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη. Υπενθυμίζεται ότι η αρχική ιδέα ήταν το ΔΝΤ να συμμετάσχει ως τεχνικός σύμβουλος και να αποκτήσει πραγματικό ρόλο στη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης. Ούτε αυτό συνέβη. Αρμόδιες πηγές επιμένουν ότι ουδέποτε το Ταμείο ήθελε να είναι «διασπαστική δύναμη».
Eκ του αποτελέσματος, όμως, αυτό ακριβώς συνέβη. Η ιστορία του «κόφτη» το αποδεικνύει. Κατά την πρώτη αξιολόγηση το χάσμα ανάμεσα στην επιμονή της Κομισιόν ότι απαιτούνταν μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ και του Ταμείου που εκκινώντας από διαφορετική αφετηρία τα υπολόγιζε σε 4% οδήγησε στη λύση του «κόφτη». «Οι Ευρωπαίοι δεν το ήθελαν. Οι Έλληνες δεν το ήθελαν. Η ειρωνεία είναι ότι ο μόνος λόγος που επελέγη ήταν για να γεφυρωθούν οι διαφορές με το ΔΝΤ. Και όταν νομοθετήθηκε, το Ταμείο τον απέρριψε...».
Παραλογισμός; Οχι ακριβώς. Η Ιστορία (και η ειρωνεία) μάλλον επαναλαμβάνεται. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ζητήθηκε η νομοθέτηση της μείωσης του αφορολογήτου και της περικοπής συντάξεων – μέτρα την εφαρμογή των οποίων το Ταμείο είναι πεπεισμένο ότι δεν θα ζητήσουν οι Ευρωπαίοι αν το ΔΝΤ δεν μετέχει στο πρόγραμμα.
kathimerini.gr