Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κατά την παρουσίαση του βιβλίου του βουλευτή Κωνσταντίνου Γκιουλέκα

AIGINIONEWS: Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κατά την παρουσίαση του βιβλίου του βουλευτή Κωνσταντίνου Γκιουλέκα AIGINIONEWS: Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κατά την παρουσίαση του βιβλίου του βουλευτή Κωνσταντίνου Γκιουλέκα

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνου Τασούλα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του βουλευτή, Κωνσταντίνου Γκιουλέκα.

Μακαριότατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κύριε πρώην πρωθυπουργέ κύριε Κώστα Καραμανλή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριοι υπουργοί, κύριε περιφερειάρχα, κύριοι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, φίλες και φίλοι, κύριε Γκιουλέκα, συγγραφέα αυτής της πολυσήμαντης προσπάθειας η οποία παρουσιάζεται σήμερα στο αθηναϊκό κοινό.
Η επανάσταση του 1821, τα 200 χρόνια της οποίας γιορτάσαμε πέρυσι προκάλεσε μία έκρηξη δημοσιευμάτων και εκδόσεων. Έχουμε μετρήσει πάνω από 120 βιβλία σε όλους τους εκδοτικούς οίκους. Προκλήθηκε μάλιστα ένα ισχυρό ενδιαφέρον όλων μας, παρά την πανδημία, για τη γενέθλια εκδήλωση της σύστασης του νεοελληνικού κράτους.
Δύο είδους κείμενα είναι σύγχρονα και απηχούν την καυτή λάβα των γεγονότων, όπως αυτή αποτυπώθηκε, από τους διαμορφωτές της. Είναι από τη μία, τα απομνημονεύματα των αγωνιστών τα οποία έχουν περίπου όλα εκδοθεί και από την Βουλή των Ελλήνων, είναι όμως, και κάτι πιο εφήμερο αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον: Η αποτύπωση των γεγονότων πολεμικών και διπλωματικών από τον Τύπο της εποχής. Αυτή την πολυσήμαντη εργασία ανέλαβε να κάνει εξαιρετικός συνάδελφος και φίλος Κώστας Γκιουλέκας, ο οποίος, θα έλεγα ότι, έχει αποκτήσει μία ειδικότητα σε αυτή την πολύτιμη συλλογή της δημοσιογραφικής αποτυπώσεως ιστορικών περιόδων-διότι έχει κάνει και τη δημοσιογραφική αποτύπωση του μακεδονικού αγώνος και εκείνη του βορειοηπειρωτικού έπους. Έρχεται τώρα να συμπληρωθεί αυτό το ιστορικό τρίπτυχο της καταγραφής, με την αποτύπωση των γεγονότων της επαναστάσεως του ‘21 από τον τύπο της εποχής∙ τα έντεκα χρόνια από το ξέσπασμα της επαναστάσεως μέχρι το 1831 τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια.
«Εν μέρει, λοιπόν, για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω, χθες πήρα μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω» όπως λέει ο Καβάφης, ο οποίος φημιζόταν για την εντρύφηση σε παλαιότερα της εποχής του κείμενα. Έτσι κι εγώ, κύριε Γκιουλέκα, «εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή εν μέρει και την ώρα να περάσω» ξεφύλλισα το έργο σας με μεγάλο ενδιαφέρον το οποίο εξελίχθηκε σε δέος στο τέλος για την ποσότητα και την ποιότητα της δουλειάς σας. Τις χίλιες τριακόσιες σελίδες αυτού του τρίτομου έργου, το οποίο συνοδεύεται και από έναν επόμενο τόμο εις τον οποίον αποτυπώνεται το γλωσσάρι της επαναστάσεως με την ερμηνεία του, δηλαδή οι λέξεις και φράσεις και ιδιωματισμοί που χρησιμοποιούνταν από τους προγόνους μας εκείνης της εποχής.
Αυτή η αποτύπωση μέσα από τον ελληνικό συνολικά Τύπο των επαναστατικών γεγονότων και τον ξένο -όχι συνολικά αλλά απολύτως ενδεικτικά- Τύπο, είναι μια επιβεβαίωση του πόσο ενδιαφέρον, χρήσιμο και ζωντανό μπορεί να είναι το δημοσιογραφικό υλικό στην αποτύπωση ιστορικών γεγονότων, δεδομένου ότι πάντα όταν ζεις σε ένα γεγονός ακόμη και τέτοιων διαστάσεων δεν συλλαμβάνεις στην πλήρη του έκταση και στην πλήρη του διάσταση την ιστορικότητα των γεγονότων.
Με εξαίρεση τον Θουκυδίδη, σπάνια σύγχρονος μπόρεσε να αντιληφθεί και να αποτυπώσει τη βαρύτητα της ιστορικής σημασίας των γεγονότων που βιώνει. Και βεβαίως η εφημεριδογραφία δεν αποτελεί ιστοριογραφία, γιατί η ιστορία θέλει και μια χρονική απόσταση ώστε να κατασταλάξουν και να καταλαγιάσουν τόσο οι απεικονίσεις των γεγονότων όσο και τα συναισθήματά μας για τα γεγονότα.
Η δημοσιογραφία όμως αποτελεί ένα πρώτης τάξεως υλικό για να κατανοήσουμε το πώς οι σύγχρονοι συνέλαβαν και προσλάμβαναν τα γεγονότα. Ένα παράδειγμα αυτής της ικανότητας των σύγχρονων δημοσιογράφων, των συγχρόνων της επαναστάσεως και της εποχής αποτυπώνεται στην εφημερίδα «Ελληνική Σάλπιξ» της Καλαμάτας, η οποία την 1η Αυγούστου του 1821 έγραψε μία διακήρυξη για τα γεγονότα που ξεκίνησαν λίγους μήνες πρωτύτερα. Επίσης, προβαίνει και σε συστάσεις υψηλής πολιτικής αξίας οι οποίες είχαν να κάνουν με το πώς έπρεπε οι Έλληνες να χειριστούν-όχι τους δυνάστες τους Οθωμανούς αλλά- τους ευρωπαίους από τους οποίους προσδοκούσαν συμπαράσταση.
Γράφει λοιπόν η «Ελληνική Σάλπιξ» την 1η Αυγούστου του 1821:
«Χρωστούν ομοίως άπαντες να αποδίδωσιν το οφειλόμενο σέβας εις τας ευρωπαϊκάς διοικήσεις και κανείς να μην πειράξει στο παραμικρό, ούτε εις την γην ούτε εις την θάλασσαν, άνθρωπον ή πράγμα ευρωπαϊκής διοικήσεως ή άλλου τινός έθνους ουδέτερου εις τον παρόντα πόλεμον».
Εάν αυτό δεν είναι μία ένδειξη υψηλής πολιτικότητας τότε τι είναι; Διατρέχοντας στις σελίδες των έργων του κυρίου Γκιουλέκα, βλέπει κανείς ότι την περίοδο εκείνη οι επαναστάτες δεν είχαν μόνο να επιδείξουν άφταστο και αδάμαστο ηρωισμό αλλά και πολιτική ικανότητα, καθώς ήδη από το πρώτο τους σύνταγμα έως άλλα κείμενα διατύπωναν προς την Ευρώπη ότι δεν συνιστούν κίνδυνο για το ευρωπαϊκό στάτους κβο (status quo), αλλά ότι θέλουν αυτό που κάθε ευρωπαϊκός λαός απολαμβάνει: να απολαύσουν δηλαδή, την ιδιοκτησία, την τιμή και την ελευθερία τους. Δικαιώματα τα οποία δεν ταίριαζαν με ανθρώπους οι οποίοι είχαν σκοπό να ανατρέψουν το ισχυρό στάτους κβο (status quo) το οποίο είχε καθιερωθεί από το συνέδριο της Βιέννης- στο οποίο ο αυτοκράτορας της Αυστρίας για να επιτύχει είχε διαθέσει 30 εκατομμύρια φιορίνια.
Οι επαναστάτες είχαν λοιπόν, άφθαστη πολιτικότητα η οποία προκύπτει και από τα κείμενα του Τύπου της εποχής. Βλέπουμε, ότι όλη αυτή η προσπάθεια- η οποία τελικά εστέφθη από επιτυχία και οδήγησε στην ίδρυση του ελληνικού κράτους το οποίο σιγά σιγά μεγάλωνε μέχρι το ορόσημο στον επόμενο αιώνα της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων- ήταν ένας απίστευτος συνδυασμός τόσο επιτυχημένων και ακούραστων πολεμικών προσπαθειών όσο και πολιτικών προσπαθειών οι οποίες είχαν τότε εντάξει τη χώρα στη λεγόμενη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Χάρη σε αυτή την ένταξή τους στη σωστή πλευρά της ιστορίας, κατάφεραν, ταυτιζόμενοι με τα συμφέροντα κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας, να πείσουν τις μεγάλες δυνάμεις ότι ο μόνος τρόπος για να λυθεί το ζήτημα της ελληνικής επαναστάσεως και να ειρηνεύσει, η Ανατολική Μεσόγειος ώστε το εμπόριο τους να διεξάγεται ομαλά, ήταν διά της πλήρους αναγνωρίσεως και όχι δια της αυτονομίας της Ελλάδος, όπως και επετεύχθη.
Όλη αυτή η ταυτόχρονη πολιτική και διπλωματική προσπάθεια αναδύεται μέσα από τις εφημερίδες της εποχής και μπορεί να παρακολουθήσει ο αναγνώστης με επάρκεια, αλλά με τους όρους της επικαιρότητας, με τους όρους της απεικονίσεως της συγκυρίας και όχι της ιστορίας που είναι μεταγενέστερη καταγραφή και επίδοση του πώς αντιλαμβανόταν ο Τύπος της εποχής τα γεγονότα και τον αντίκτυπό τους τόσο στο πολιτικό όσο στο στρατιωτικό πεδίο.
Η ελληνική επανάσταση εικαστικά ξεκινάει με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. Είναι η πρώτη εθνική ανατριχίλα που νιώσαμε όλοι, βλέποντας στα σχολικά μας βιβλία στη ζωγραφιά του Νικηφόρου Λύτρα τον Κανάρη και τους συντρόφους του μέσα σε μια βάρκα να απομακρύνονται από την καιόμενη τουρκική ναυαρχίδα το καλοκαίρι του ‘22 στα ανοιχτά της Χίου. Μια τεράστια επιτυχία, η οποία έγινε και στον απόηχο της καταστροφής του νησιού από τις οθωμανικές ορδές. Η λήξη αυτής της ένδοξης περιπέτειας, πάλι εικαστικά, μας πάει πολύ μετά και απεικονίζεται από έναν Κερκυραίο ζωγράφο, τον Λυκούργο Κογεβίνα, στο έργο του με τίτλο «Το θωρηκτό Αβέρωφ καταπλέει στην Κωνσταντινούπολη».
Είμαστε στον Νοέμβριο του 1918, έχει υπογραφεί η συμφωνία του Μούδρου, έχει λήξει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και το θωρηκτό «Αβέρωφ» που μαζί με το θωρηκτό «Κιλκίς» βρίσκονται στον Κεράτιο κόλπο μπροστά από το ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, που η κατασκευή του κόστισε 35 τόνους χρυσού, και φανταστείτε εκείνη την εποχή το πώς αισθάνονταν οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και της Ελλάδος, βλέποντας αυτό το πλοίο που συμβόλιζε όλους τους εθνικούς πόθους να βρίσκεται αντίκρυ προς την Αγιά Σοφιά.
«Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά. Κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε. Λίγο πιο χαμηλά, λίγο πιο ψηλά, ένα ελάχιστο διάστημα» έγραψε λίγο αργότερα Σεφέρης.
Αυτό το ελάχιστο διάστημα δεν πραγματώθηκε και οδηγηθήκαμε στη γνωστή σε όλους μας μικρασιατική καταστροφή, η οποία αντικατέστησε τη μεγάλη ιδέα από εδαφική, σε ιδέα προκοπής, ανάτασης, νοικοκυροσύνης, ευημερίας και μετατροπής της χώρας σε ένα ευημερούν ευρωπαϊκό κράτος.
Οι ρίζες όλης αυτής της υπέρτατης προσπάθειας, που την απεικόνισε ο Κογεβίνας με τόσο συγκινητικό τρόπο, οι ρίζες της μετατροπής αυτής της ιδέας σε ιδέα προκοπής, προόδου και ευημερίας, βρίσκονται στα 11 χρόνια που περιγράφει ο Κώστας Γκιουλέκας το βιβλίο του μέσω της ειδησεογραφίας της εποχής.
Αυτές οι ρίζες μας γίνονται γνωστές, μας γίνονται αρεστές, μας προκαλούν συγκίνηση, δέος και καταλαβαίνουμε πως ένας λαός και μια χώρα που ξεκίνησε τόσο δύσκολα και κατάφερε τόσα πολλά- κυρίως αν αναλογιστούμε τι είχαμε περάσει- ώστε να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι παρά τις σύγχρονες δυσκολίες τελικά και πάλι θα τα καταφέρουμε.
«Εν μέρει, λοιπόν, να εξακριβώσω μια εποχή εν μέρει και την ώρα να περάσω», καμάρωσα μια πυκνή, πολυσήμαντη, πολύτιμη εργασία ενός συναδέλφου με τον οποίο συμβαδίζουμε στα βουλευτικά έδρανα από το 2000 αδιάκοπα, που εκπροσωπεί τη Θεσσαλονίκη επάξια, αλλά και που συγκινεί πάντα με τις ιστορικές του αναζητήσεις.
Αυτό το διάστημα των 11 ετών που μας παρουσίασε ο Κώστας Γκιουλέκας μέσα από την αμεσότητα της δημοσιογραφικής έρευνας είναι ένα διάστημα που καταλαβαίνοντάς το ακόμη καλύτερα, δυναμώνει η πίστη για την πατρίδα μας, τον εαυτό μας, το σήμερα αλλά και για το αύριο. Για όλα αυτά, κύριε συνάδελφε, σας ευχαριστούμε θερμά».

 

 

 

 

 

Σχετικά Άρθρα

Copyright © 2009 Aiginio News | All rights reserved